- ἀμεταστρεπτί
- ἀμεταστρεπτί̱ , ἀμεταστρεπτίnot to be divertedindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμεταστρεπτί — ἀμεταστρεπτὶ και τεί επίρρ. (Α) [ἀμετάστρεπτος] δίχως μεταστροφή, δίχως να γυρίσει κανείς πίσω, κατ’ ευθείαν μπροστά … Dictionary of Greek
ἀμεταστρεπτεί — ἀμεταστρεπτί not to be diverted indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
необратьно — (1*) нар. Безвозвратно: и та(к) необратно вше(д) в пустынную глубину. (ἀμεταστρεπτί) ЖВИ XIV–XV, 128а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
озиратисѧ — ОЗИРА|ТИСѦ (10), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Оглядываться: Не часто озираисѧ назадъ нъ тъкмо възводѧ очи къ ѥдиномѹ живѹщюмѹ на нб҃си. Изб 1076, 255 об.; не ѡзираѧсѧ сѣмо и овамо. но въ страсѣ и трѣпетѣ прѣдъстоѧ нб(с)ному ц(с)рю. (μὴ παραβλέπων) КР 1284,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αμετάστρεπτος — η, ο (Α ἀμετάστρεπτος, ον) αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει προς τα πίσω νεοελλ. αυτός που δεν αλλάζει γνώμη, άκαμπτος, ανένδοτος αρχ. αδιάφορος, απρόσεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μεταστρέφω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταστρεπτί] … Dictionary of Greek